- παρακαταθηκῶν
- παρακαταθήκηdepositfem gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων — Νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου. Ιδρύθηκε το 1918 και υπάγεται στην αρμοδιότητα του υπουργείου Οικονομικών αν και έχει ιδιαίτερη διοίκηση. To T.Π. και Δ. αποτελεί πιστωτικό οργανισμό που αποβλέπει σε 4 κυρίως στόχους. Οι στόχοι αυτοί είναι: 1. Η… … Dictionary of Greek
παρακαταθήκη — (Νομ.). Σύμβαση με την οποία ένα πρόσωπο, φυσικό ή νομικό, ονομαζόμενο θεματοφύλακας, παραλαμβάνει από ένα άλλο πρόσωπο (παρακαταθέτη) ένα κινητό πράγμα προς φύλαξη, με την υποχρέωση να το επιστρέψει μόλις ζητηθεί. Ως κινητά νοούνται όλα τα μη… … Dictionary of Greek
εγγύηση — (Νομ.). Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται στο αστικό δίκαιο η σύμβαση ορισμένου ή αορίστου χρόνου, με την οποία ένα πρόσωπο, ο εγγυητής, αναλαμβάνει την ευθύνη απέναντι στον δανειστή ότι θα του καταβληθεί η μελλοντική οφειλή ή εκείνη που ήδη υπάρχει … Dictionary of Greek
παραθηκοφύλαξ — ακος, ὁ, Α ο φύλακας τών παρακαταθηκών. [ΕΤΥΜΟΛ. < παραθήκη + φύλαξ] … Dictionary of Greek
παρακατάθεση — η 1. η ενέργεια τού παρακαταθέτω, κατάθεση, παράδοση, σε πρόσωπο ή οργανισμό χρημάτων ή κινητών αντικειμένων για φύλαξη ή για παραλαβή από τον υπερήμερο δανειστή 2. (νομ.) η κατάθεση στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων από τον οφειλέτη τού… … Dictionary of Greek
ταμείο — Στην οικονομία είναι το σύνολο των διαθέσιμων ρευστών, κυρίως σε μια επιχείρηση. Η συνήθεια να διατηρούνται μεταλλικά νομίσματα ή χαρτονομίσματα στο τ. ή καλύτερα σε ένα χρηματοκιβώτιο είχε σιγά σιγά ως συνέπεια να χαρακτηρίζεται ως τ. η έννοια… … Dictionary of Greek
τράπεζα — Ονομασία ιδρυμάτων που εκτελούν πολλές και διάφορες λειτουργίες: από το εμπόριο και την ανταλλαγή νομισμάτων και την κατάθεση χρημάτων έως την παροχή πιστώσεων και άλλων χρηματοδοτήσεων. Ιστορία. Πολλές τραπεζικές πράξεις έχουν την καταγωγή τους… … Dictionary of Greek
τραπεζίτης — ο, ΝΜΑ, και τραπεζείτης και τραπεζήτης και δωρ. τ. τραπεζίτας και βοιωτ. τ. τρεππεδίτας και θηλ. τραπεζῑτις, ίτιδος, Α αυτός που ασχολείται με το εμπόριο τού χρήματος και, στην αρχαία Ελλάδα, αυτός που είχε ως έργο την ανταλλαγή και τον δανεισμό… … Dictionary of Greek
Καουτίλια — (4ος αι. π.Χ.). Ινδός συγγραφέας. Είναι επίσης γνωστός και ως Τσάνακυα ή Βισνουγκούπτα. Κατά την παράδοση, ήταν υπουργός στην αυλή του μεγάλου Τσαντραγκούπτα B’, για τον οποίο και έγραψε την Αρτασάστρα (η οποία, όμως, τοποθετείται από μερικούς… … Dictionary of Greek
Κυριαζής, Αθανάσιος — (Αγρίνιο 1887 – 1950). Δημοσιογράφος και λογοτέχνης. Έζησε τα παιδικά του χρόνια στο Μεσολόγγι. Σπούδασε στη νομική και στη φιλοσοφική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Σταδιοδρόμησε ως δημόσιος υπάλληλος, ενώ διετέλεσε επίσης οικονομικός επίτροπος … Dictionary of Greek